- μικροπρόσωπος
- -η, -οαυτός που έχει μικρό πρόσωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικροπρόσωπος — small faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρόσωπος — η, ο (Α μικροπρόσωπος, ον) αυτός που έχει μικρό πρόσωπο … Dictionary of Greek
μικροπρόσωπον — μικροπρόσωπος small faced masc/fem acc sg μικροπρόσωπος small faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπροσώπους — μικροπρόσωπος small faced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικρομούρης — α, ικο αυτός που έχει μικρό πρόσωπο, μικροπρόσωπος … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek